Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθαρτέος
καθαρτήρ
καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρτρια
καθάρυλλος
καθαρώδης
καθαυαίνω
κάθαψις
κάθε
καθέδρα
καθεδράριον
καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείατο
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
View word page
κάθε
κάθε· ἐπίδος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάθε
Headword (normalized):
κάθε
Headword (normalized/stripped):
καθε
IDX:
51718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51719
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάθε·</span> <span class="foreign greek">ἐπίδος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}