Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήρ
καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρτρια
καθάρυλλος
καθαρώδης
καθαυαίνω
κάθαψις
κάθε
καθέδρα
καθεδράριον
καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείατο
καθείμαρται
καθείργνυμι
View word page
καθαυαίνω
καθαυαίνω,
A). v. καταυαίνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθαυαίνω
Headword (normalized):
καθαυαίνω
Headword (normalized/stripped):
καθαυαινω
IDX:
51716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51717
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθαυαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταυαίνω</span> .</div> </div><br><br>'}