Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργ<ε>ῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
καθαροφόνος
καθαρπαγή
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήρ
καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρτρια
καθάρυλλος
View word page
καθαρπαγή
καθαρπ-ᾰγή (κατ- cod.), ,
A). direptio, Gloss.


ShortDef

direptio

Debugging

Headword:
καθαρπαγή
Headword (normalized):
καθαρπαγή
Headword (normalized/stripped):
καθαρπαγη
IDX:
51704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51705
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθαρπ-ᾰγή</span> (<span class="foreign greek">κατ-</span> cod.), <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">direptio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}