Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργ<ε>ῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
καθαροφόνος
καθαρπαγή
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήρ
καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρτρια
View word page
καθαροφόνος
καθαρο-φόνος
and
καθαρο-φόντης
, glosses on
Ἀργειφόντης
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καθαροφόνος
Headword (normalized):
καθαροφόνος
Headword (normalized/stripped):
καθαροφονος
IDX:
51703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51704
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθαρο-φόνος</span> and <span class="orth greek">καθαρο-φόντης</span>, glosses on <span class="foreign greek">Ἀργειφόντης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}