Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργ<ε>ῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
καθαροφόνος
καθαρπαγή
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήρ
καθαρτήριος
καθαρτής
View word page
καθαρουργικός
κᾰθᾰρουργ-ικός, , όν,
A). sifted, fine, γῦρις Gp. 20.35 .


ShortDef

sifted, fine

Debugging

Headword:
καθαρουργικός
Headword (normalized):
καθαρουργικός
Headword (normalized/stripped):
καθαρουργικος
IDX:
51701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51702
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰθᾰρουργ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sifted, fine</span>, <span class="quote greek">γῦρις</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 20.35 </span> .</div> </div><br><br>'}