Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καθαριστής
κάθαρμα
καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργ<ε>ῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
καθαροφόνος
καθαρπαγή
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήρ
View word page
καθαρουργ<ε>ῖον
κᾰθᾰρουργ-<ε>ῖον
,
τό
,
A).
bakery for fine bread
,
CPR
207.12
(ii A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καθαρουργ<ε>ῖον
Headword (normalized):
καθαρουργ<ε>ῖον
Headword (normalized/stripped):
καθαρουργ<ε>ιον
IDX:
51699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51700
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰθᾰρουργ-<ε>ῖον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bakery for fine bread</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CPR</span> 207.12 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}