Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καθάριος
καθαριόω
καθάρισις
καθαρισμός
καθαριστήριον
καθαριστής
κάθαρμα
καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργ<ε>ῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
καθαροφόνος
καθαρπαγή
View word page
καθάρμοσις
καθάρμοσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
precise adaptation,
Theol.Ar.
54
.
ShortDef
precise adaptation
Debugging
Headword:
καθάρμοσις
Headword (normalized):
καθάρμοσις
Headword (normalized/stripped):
καθαρμοσις
IDX:
51694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51695
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθάρμοσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">precise adaptation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theol.Ar.</span> 54 </span>.</div> </div><br><br>'}