Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθαρεύω
καθαριεύω
καθαρίζω
καθάριος
καθαριόω
καθάρισις
καθαρισμός
καθαριστήριον
καθαριστής
κάθαρμα
καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργ<ε>ῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
View word page
καθαρματώδης
κᾰθαρματώδης, ες,
A). connected with καθαρμοί, ὄνομα EM 512.7 .


ShortDef

connected with

Debugging

Headword:
καθαρματώδης
Headword (normalized):
καθαρματώδης
Headword (normalized/stripped):
καθαρματωδης
IDX:
51691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51692
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰθαρματώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">connected with</span> <span class="quote greek">καθαρμοί, ὄνομα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:512:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:512.7/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 512.7 </a> .</div> </div><br><br>'}