Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθαμματίζω
καθαμμίζω
καθανύω
καθάπαν
καθάπαξ
καθάπερ
καθαπλόω
καθαπτής
καθαπτός
καθάπτω
καθάρβυλος
καθάρειος
καθάρεσις
καθάρευσις
καθαρευτέον
καθαρεύω
καθαριεύω
καθαρίζω
καθάριος
καθαριόω
καθάρισις
View word page
καθάρβυλος
καθάρβυλος,
A). v. κατάρβυλος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθάρβυλος
Headword (normalized):
καθάρβυλος
Headword (normalized/stripped):
καθαρβυλος
IDX:
51676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51677
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθάρβυλος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατάρβυλος</span> .</div> </div><br><br>'}