Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Καδμειῶνες
Καδμειώνη
Καδμῖλος
Καδμογενής
Κάδμος
κάδμος
καδοποιός
κάδος
κᾶδος
καδύτας
Κάδωλοι
Κάειρα
καείς
καθά
καθαγιάζω
καθαγίζω
καθαγισμός
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
View word page
Κάδωλοι
Κάδωλοι,
A). v. Καδμῖλος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Κάδωλοι
Headword (normalized):
κάδωλοι
Headword (normalized/stripped):
καδωλοι
IDX:
51640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51641
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Κάδωλοι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Καδμῖλος</span> .</div> </div><br><br>'}