Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καδικεύω
κάδιον
καδίσκιον
καδίσκος
καδμεία
Καδμειῶνες
Καδμειώνη
Καδμῖλος
Καδμογενής
Κάδμος
κάδμος
καδοποιός
κάδος
κᾶδος
καδύτας
Κάδωλοι
Κάειρα
καείς
καθά
καθαγιάζω
καθαγίζω
View word page
κάδμος
κάδμος· δόρυ, λόφος, ἀσπίς (Cret.), Hsch.


ShortDef

Cadmus

Debugging

Headword:
κάδμος
Headword (normalized):
κάδμος
Headword (normalized/stripped):
καδμος
IDX:
51635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51636
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάδμος·</span> <span class="foreign greek">δόρυ, λόφος, ἀσπίς</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}