Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καδαλέομαι
καδδαιμονέστερος
κάδδιον
κάδδιχος
κάδδος
καδικεύω
κάδιον
καδίσκιον
καδίσκος
καδμεία
Καδμειῶνες
Καδμειώνη
Καδμῖλος
Καδμογενής
Κάδμος
κάδμος
καδοποιός
κάδος
κᾶδος
καδύτας
Κάδωλοι
View word page
Καδμειῶνες
Καδμει-ῶνες, οἱ,= Καδμεῖοι, Il. 4.385 , etc.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Καδμειῶνες
Headword (normalized):
καδμειῶνες
Headword (normalized/stripped):
καδμειωνες
IDX:
51630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51631
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Καδμει-ῶνες</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>,= <span class="foreign greek">Καδμεῖοι</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:4:385" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:4.385/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 4.385 </a>, etc.</div><br><br>'}