κάδδιχος
κάδδῐχος, ὁ,(κάδος)
A). jar, κάδδιχος καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσι Lyc. 12 : hence, voting-urn, whence κεκαδδίχθαι, to be rejected on a vote, ibid.; also, a measure,= ἡμίεκτον, , cf. Tab.Heracl. 1.52 , IG 5(1).1447.10 (Messene, iii/ii B.C.):— Lacon. καδίκορ, s.v. ἐνδεκαδίκορ .