Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καγχαλάω
καγχαλίζομαι
καγχασμός
καγχαστής
καγχλάζω
καγχρύδιον
κἀγώ
κάδ
καδαλέομαι
καδδαιμονέστερος
κάδδιον
κάδδιχος
κάδδος
καδικεύω
κάδιον
καδίσκιον
καδίσκος
καδμεία
Καδμειῶνες
Καδμειώνη
Καδμῖλος
View word page
κάδδιον
κάδδιον,
A). v. κάδιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάδδιον
Headword (normalized):
κάδδιον
Headword (normalized/stripped):
καδδιον
IDX:
51622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51623
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάδδιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κάδιον</span> .</div> </div><br><br>'}