Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καγχάζω
καγχαλάω
καγχαλίζομαι
καγχασμός
καγχαστής
καγχλάζω
καγχρύδιον
κἀγώ
κάδ
καδαλέομαι
καδδαιμονέστερος
κάδδιον
κάδδιχος
κάδδος
καδικεύω
κάδιον
καδίσκιον
καδίσκος
καδμεία
Καδμειῶνες
Καδμειώνη
View word page
καδδαιμονέστερος
καδδαιμονέστερος,
A). = κακοδ- , Epich. 1 Demiańczuk.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καδδαιμονέστερος
Headword (normalized):
καδδαιμονέστερος
Headword (normalized/stripped):
καδδαιμονεστερος
IDX:
51621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51622
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καδδαιμονέστερος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κακοδ-</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0521.tlg001:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0521.tlg001:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Epich.</span> 1 </a> Demiańczuk.</div> </div><br><br>'}