Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καγγελλωτή
καγκές
καγκύλη
καγχάζω
καγχαλάω
καγχαλίζομαι
καγχασμός
καγχαστής
καγχλάζω
καγχρύδιον
κἀγώ
κάδ
καδαλέομαι
καδδαιμονέστερος
κάδδιον
κάδδιχος
κάδδος
καδικεύω
κάδιον
καδίσκιον
καδίσκος
View word page
κἀγώ
κἀγώ [ᾱ], Att. crasis for καὶ ἐγώ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κἀγώ
Headword (normalized):
κἀγώ
Headword (normalized/stripped):
καγω
IDX:
51618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51619
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κἀγώ</span> <span class="pron greek">[ᾱ]</span>, Att. crasis for <span class="foreign greek">καὶ ἐγώ</span>.</div><br><br>'}