Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κάγκανον
κάγκανος
κάγκελλον
κάγκελος
Ἰωνοθυρίς
καγγελλωτή
καγκές
καγκύλη
καγχάζω
καγχαλάω
καγχαλίζομαι
καγχασμός
καγχαστής
καγχλάζω
καγχρύδιον
κἀγώ
κάδ
καδαλέομαι
καδδαιμονέστερος
κάδδιον
κάδδιχος
View word page
καγχαλίζομαι
καγχαλίζομαι
,
καγχάομαι
,= foreg.,
Hsch.
κάγχαμος
,
ὁ
, in Crotoniate dialect,=
κισσός
, Id.
κάγχαρμον·
τὸ τὴν λόγχην ἄνω ἔχειν
(
Maced.
),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καγχαλίζομαι
Headword (normalized):
καγχαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καγχαλιζομαι
IDX:
51613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51614
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καγχαλίζομαι</span>, <span class="orth greek">καγχάομαι</span>,= foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">κάγχαμος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, in Crotoniate dialect,= <span class="foreign greek">κισσός</span>, Id. <span class="orth greek">κάγχαρμον·</span> <span class="foreign greek">τὸ τὴν λόγχην ἄνω ἔχειν</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Maced.</span></span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}