Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καγκαίνω
κάγκαμον
κάγκανον
κάγκανος
κάγκελλον
κάγκελος
Ἰωνοθυρίς
καγγελλωτή
καγκές
καγκύλη
καγχάζω
καγχαλάω
καγχαλίζομαι
καγχασμός
καγχαστής
καγχλάζω
καγχρύδιον
κἀγώ
κάδ
καδαλέομαι
καδδαιμονέστερος
View word page
καγχάζω
καγχάζω, later form for καχάζω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καγχάζω
Headword (normalized):
καγχάζω
Headword (normalized/stripped):
καγχαζω
IDX:
51611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51612
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καγχάζω</span>, later form for <span class="foreign greek">καχάζω</span> (q.v.).</div><br><br>'}