Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάγ
καγκαίνω
κάγκαμον
κάγκανον
κάγκανος
κάγκελλον
κάγκελος
Ἰωνοθυρίς
καγγελλωτή
καγκές
καγκύλη
καγχάζω
καγχαλάω
καγχαλίζομαι
καγχασμός
καγχαστής
καγχλάζω
καγχρύδιον
κἀγώ
κάδ
καδαλέομαι
View word page
καγκύλη
καγκύλη, , Aeol. for κηκίς, Hsch. καγρᾶ<ς>· καταφαγᾶς (Salam.), Id. (prob.l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καγκύλη
Headword (normalized):
καγκύλη
Headword (normalized/stripped):
καγκυλη
IDX:
51610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51611
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καγκύλη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">κηκίς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">καγρᾶ&lt;ς&gt;·</span> <span class="foreign greek">καταφαγᾶς</span> (Salam.), Id. (prob.l.).</div><br><br>'}