Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάβος
κάγ
καγκαίνω
κάγκαμον
κάγκανον
κάγκανος
κάγκελλον
κάγκελος
Ἰωνοθυρίς
καγγελλωτή
καγκές
καγκύλη
καγχάζω
καγχαλάω
καγχαλίζομαι
καγχασμός
καγχαστής
καγχλάζω
καγχρύδιον
κἀγώ
κάδ
View word page
καγκές
καγκές· πτύελος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καγκές
Headword (normalized):
καγκές
Headword (normalized/stripped):
καγκες
IDX:
51609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51610
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καγκές·</span> <span class="foreign greek">πτύελος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}