Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάβασα
κάβασι
καβάτας
καββαλικός
καββάλλω
Κάβειροι
Ἰωνοαρχίω
κάβειος
καβιδάριος
καβιτᾶς
καβλέει
καβολά
κάβος
κάγ
καγκαίνω
κάγκαμον
κάγκανον
κάγκανος
κάγκελλον
κάγκελος
Ἰωνοθυρίς
View word page
καβλέει
καβλέει· καταπίνει, Hsch. καβλής· μάνδαλος τῶν θυρῶν (Paph.), Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καβλέει
Headword (normalized):
καβλέει
Headword (normalized/stripped):
καβλεει
IDX:
51597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51598
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καβλέει·</span> <span class="foreign greek">καταπίνει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">καβλής·</span> <span class="foreign greek">μάνδαλος τῶν θυρῶν</span> (Paph.), Id.</div><br><br>'}