Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καβάλλης
καβαξ
Κάβαρνος
κάβασα
κάβασι
καβάτας
καββαλικός
καββάλλω
Κάβειροι
Ἰωνοαρχίω
κάβειος
καβιδάριος
καβιτᾶς
καβλέει
καβολά
κάβος
κάγ
καγκαίνω
κάγκαμον
κάγκανον
κάγκανος
View word page
κάβειος
κάβειος· νέος (Paph.), Hsch. κάβηλος· ὁ ἀπεσκολυμμένος τὸ αἰδοῖον, ἢ ὄνος, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάβειος
Headword (normalized):
κάβειος
Headword (normalized/stripped):
καβειος
IDX:
51594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51595
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάβειος·</span> <span class="foreign greek">νέος</span> (Paph.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">κάβηλος·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἀπεσκολυμμένος τὸ αἰδοῖον, ἢ ὄνος</span>, Id.</div><br><br>'}