Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κααρτίας
καβάδης
καβαθα
καβαίνων
κάβαισος
καβάλλειον
καβάλλης
καβαξ
Κάβαρνος
κάβασα
κάβασι
καβάτας
καββαλικός
καββάλλω
Κάβειροι
Ἰωνοαρχίω
κάβειος
καβιδάριος
καβιτᾶς
καβλέει
καβολά
View word page
κάβασι
κάβᾱσι
[κᾰ]
, Lacon. for
κατάβηθι
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάβασι
Headword (normalized):
κάβασι
Headword (normalized/stripped):
καβασι
IDX:
51588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51589
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάβᾱσι</span> <span class="pron greek">[κᾰ]</span>, Lacon. for <span class="foreign greek">κατάβηθι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}