ἴχνιον
ἴχνιον, τό ( Dim. of ἴχνος only in form, cf. Hdn.Gr. 2.903 , but written ἰχνίον by ), 233.44
A). track, footprint, ἴχνῑ ἐρευνῶντες κύνες ἤϊσαν ; 19.436 μετ’ ἴχνια βαῖνε θεοῖο followed on her track, 5.193 ; μετ’ ἀνέρος ἴχνῑ ἐρευνῶν ; 18.321 κατ’ ἴχνιά τινος ἐφέπεσθαι ; 1.575 ἴχνια ἵππων An. 1.6.1 ( v.l. ἴχνη ): less freq. in sg., τὸ ἴ. μοῦνον λέλειπται τῶν ποδῶν ; 228 ἴ. ὀξέος ἵππου Aet. 3.1.86 ; ἕπεσθαί τινι κατ’ ἴχνιον ; 8.361 ἴ. ἑδράσασθαι to plant one's step, ( 6.70 ).