Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰχθῦς
ἰχθυσιληϊστήρ
ἰχθυστεφής
ἰχθυφάγος
ἰχθυφόνος
ἰχθυώδης
ἴχλα
Ἰχναῖος
Ἰχνάομαι
Ἰχνεία
Ἰχνελάτης
Ἴχνευμα
Ἰχνεύμων
Ἴχνευσις
Ἰχνεύτειρα
Ἰχνευτέος
Ἰχνευτήρ
Ἰχνευτής
Ἰχνευτικός
Ἰχνεύω
ἰχνηλασία
View word page
Ἰχνελάτης
Ἰχν-ελάτης,
A). v. ἰχνηλάτης .


ShortDef

one who pursues

Debugging

Headword:
Ἰχνελάτης
Headword (normalized):
ἰχνελάτης
Headword (normalized/stripped):
ιχνελατης
IDX:
51504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51505
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἰχν-ελάτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἰχνηλάτης</span> .</div> </div><br><br>'}