Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἰχθυϊκά
ἰχθύκεντρον
ἰχθυμέδων
ἰχθυνόμος
ἰχθυοβολεύς
ἰχθυόβρωτος
ἰχθυοειδής
ἰχθυόεις
ἰχθυοθήρα
ἰχθυοθήρας
ἰχθυοθηρητήρ
ἰχθυοθηρία
ἰχθυοκένταυρος
ἰχθυόκολλα
ἰχθυολογέω
ἰχθυολύμης
ἰχθυόμαντις
ἰχθυομετάβολος
ἰχθυόνερ
ἰχθυοπράτης
ἰχθυοπτρίς
View word page
ἰχθυοθηρητήρ
ἰχθῠο-θηρητήρ
,
ῆρος
,
ὁ
,
AP
7.702
(
Apollonid.
).
ShortDef
a fisherman
Debugging
Headword:
ἰχθυοθηρητήρ
Headword (normalized):
ἰχθυοθηρητήρ
Headword (normalized/stripped):
ιχθυοθηρητηρ
IDX:
51464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51465
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰχθῠο-θηρητήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.702 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollonid.</span></span>).</div><br><br>'}