Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἰφικρατίδες
ἰφίν
ἴφιος
ἶφις
ἴφυον
ἰχαίνω
ἰχανάω
ἶχαρ
ἴχθον
ἰχθύα
ἰχθυαγωγός
ἰχθυάζομαι
ἰχθυακός
ἰχθυάω
ἰχθυβολεύς
ἰχθυβολέω
ἰχθύβολος
ἰχθυβόρος
ἰχθύβοτος
ἰχθυγόνος
ἰχθύδιον
View word page
ἰχθυαγωγός
ἰχθυ-ᾰγωγός,
A). v. ἰχθυόνερ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰχθυαγωγός
Headword (normalized):
ἰχθυαγωγός
Headword (normalized/stripped):
ιχθυαγωγος
IDX:
51436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51437
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰχθυ-ᾰγωγός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἰχθυόνερ</span> .</div> </div><br><br>'}