Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἴτυξ
ἴτυς
Ἴτυς
ἴτω
Ἴτων
Ἰτώνιος
ἰΰ
Ἰυγγίης
ἰυγγικός
Ἰύγγιος
ἰυγγοδρομέω
ἰυγή
ἰυγμός
ἴυγξ
ἰύζω
ἰυκτής
ἴυρκες
Ἰφθῖμις
ἴφθιμος
ἶφι1
ἶφι2
View word page
ἰυγγοδρομέω
ἰυγγοδρομέω,= βοηδρομέω, βοηθέω,( Boeot.) Hsch. (leg. ἰυγο-).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰυγγοδρομέω
Headword (normalized):
ἰυγγοδρομέω
Headword (normalized/stripped):
ιυγγοδρομεω
IDX:
51412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51413
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰυγγοδρομέω</span>,= <span class="foreign greek">βοηδρομέω, βοηθέω</span>,( Boeot.) <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">ἰυγο-</span>).</div><br><br>'}