Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰσχυρόω
ἰσχύς
ἴσχυσις
ἰσχύω
ἴσχω
ἰσωνία
ἰσωνυμία
ἰσώνυμος
ἴσως
ἴσωσις
ἴταλα
Ἰταλία
Ἰταλιάζω
Ἰταλίδης
Ἰταλικός
Ἰταλός
ἰταλός
ἰταμεύομαι
ἰταμία
ἰταμός
ἰταμότης
View word page
ἴταλα
ἴταλα· ἱστία εἰς ἃ τοὺς ἱστοὺς διατείνουσιν, Hsch. (Cf. ἰτλαί.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἴταλα
Headword (normalized):
ἴταλα
Headword (normalized/stripped):
ιταλα
IDX:
51371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51372
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἴταλα·</span> <span class="foreign greek">ἱστία εἰς ἃ τοὺς ἱστοὺς διατείνουσιν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">ἰτλαί.</span>)</div><br><br>'}