Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἰσχυρογνώμων
ἰσχυρόδετος
ἰσχυροθώραξ
ἰσχυροκάρδιος
ἰσχυροπαθέω
ἰσχυροπαίκτης
ἰσχυροπλήκτης
ἰσχυροποιέω
ἰσχυροποίησις
ἰσχυροποιός
ἰσχυροπότης
ἰσχυρόπους
ἰσχυροπράγμων
ἰσχυρόρριζος
ἰσχυρός
ἰσχυροσώματος
ἰσχυρότης
ἰσχυρόφρων
ἰσχυρόφωνος
ἰσχυρόχρως
ἰσχυρόψυχος
View word page
ἰσχυροπότης
ἰσχῡρο-πότης
,
ου
,
ὁ
,
A).
gloss on
ζαπότης
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἰσχυροπότης
Headword (normalized):
ἰσχυροπότης
Headword (normalized/stripped):
ισχυροποτης
IDX:
51350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51351
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰσχῡρο-πότης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ζαπότης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}