Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰσχυρικός
ἰσχυριστέον
ἰσχυριστικῶς
ἰσχυρογνωμοσύνη
ἰσχυρογνώμων
ἰσχυρόδετος
ἰσχυροθώραξ
ἰσχυροκάρδιος
ἰσχυροπαθέω
ἰσχυροπαίκτης
ἰσχυροπλήκτης
ἰσχυροποιέω
ἰσχυροποίησις
ἰσχυροποιός
ἰσχυροπότης
ἰσχυρόπους
ἰσχυροπράγμων
ἰσχυρόρριζος
ἰσχυρός
ἰσχυροσώματος
ἰσχυρότης
View word page
ἰσχυροπλήκτης
ἰσχῡρο-πλήκτης, ου, ,
A). wounding severely, gloss on διοπλήκταν , Hsch.


ShortDef

wounding severely

Debugging

Headword:
ἰσχυροπλήκτης
Headword (normalized):
ἰσχυροπλήκτης
Headword (normalized/stripped):
ισχυροπληκτης
IDX:
51346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51347
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰσχῡρο-πλήκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wounding severely</span>, gloss on <span class="ref greek">διοπλήκταν</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}