Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰσχουρία
ἰσχυριείω
ἰσχυρίζομαι
ἰσχυρικός
ἰσχυριστέον
ἰσχυριστικῶς
ἰσχυρογνωμοσύνη
ἰσχυρογνώμων
ἰσχυρόδετος
ἰσχυροθώραξ
ἰσχυροκάρδιος
ἰσχυροπαθέω
ἰσχυροπαίκτης
ἰσχυροπλήκτης
ἰσχυροποιέω
ἰσχυροποίησις
ἰσχυροποιός
ἰσχυροπότης
ἰσχυρόπους
ἰσχυροπράγμων
ἰσχυρόρριζος
View word page
ἰσχυροκάρδιος
ἰσχῡρο-κάρδιος, ον,
A). gloss on τλήθυμος , Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰσχυροκάρδιος
Headword (normalized):
ἰσχυροκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
ισχυροκαρδιος
IDX:
51343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51344
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰσχῡρο-κάρδιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">τλήθυμος</span> , Id.</div> </div><br><br>'}