Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰσχουρέω
ἰσχουρία
ἰσχυριείω
ἰσχυρίζομαι
ἰσχυρικός
ἰσχυριστέον
ἰσχυριστικῶς
ἰσχυρογνωμοσύνη
ἰσχυρογνώμων
ἰσχυρόδετος
ἰσχυροθώραξ
ἰσχυροκάρδιος
ἰσχυροπαθέω
ἰσχυροπαίκτης
ἰσχυροπλήκτης
ἰσχυροποιέω
ἰσχυροποίησις
ἰσχυροποιός
ἰσχυροπότης
ἰσχυρόπους
ἰσχυροπράγμων
View word page
ἰσχυροθώραξ
ἰσχῡρο-θώραξ, ᾱκος, , ,
A). gloss on χαλκοχιτώνων , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰσχυροθώραξ
Headword (normalized):
ἰσχυροθώραξ
Headword (normalized/stripped):
ισχυροθωραξ
IDX:
51342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51343
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰσχῡρο-θώραξ</span>, <span class="itype greek">ᾱκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">χαλκοχιτώνων</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}