Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰσχητήριος
ἰσχιαδικός
ἰσχιάζω
ἰσχιακός
ἰσχιάς
ἰσχίασις
ἰσχιοίδης
ἴσχιον
ἰσχιορρωγικός
ἰσχναίνω
ἰσχναλέος
ἴσχνανσις
ἰσχναντικός
ἰσχνασία
ἰσχνασμός
ἰσχνεῦσαι
ἰσχνοκαλαμώδης
ἰσχνόκωλος
ἰσχνομυθέω
ἰσχνόπους
ἰσχνός
View word page
ἰσχναλέος
ἰσχν-ᾰλέος,
A). v. ἰσχαλέος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰσχναλέος
Headword (normalized):
ἰσχναλέος
Headword (normalized/stripped):
ισχναλεος
IDX:
51312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51313
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰσχν-ᾰλέος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἰσχαλέος</span> .</div> </div><br><br>'}