Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰσχέγαον
ἰσχέθυρον
ἰσχέπλινθα
ἰσχερώ
ἰσχητήριος
ἰσχιαδικός
ἰσχιάζω
ἰσχιακός
ἰσχιάς
ἰσχίασις
ἰσχιοίδης
ἴσχιον
ἰσχιορρωγικός
ἰσχναίνω
ἰσχναλέος
ἴσχνανσις
ἰσχναντικός
ἰσχνασία
ἰσχνασμός
ἰσχνεῦσαι
ἰσχνοκαλαμώδης
View word page
ἰσχιοίδης
ἰσχῐ-οίδης (οἰδέω)· ὁ μεγάλα ἰσχία ἔχων, Com.Adesp. 1022 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰσχιοίδης
Headword (normalized):
ἰσχιοίδης
Headword (normalized/stripped):
ισχιοιδης
IDX:
51308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51309
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰσχῐ-οίδης</span> (<span class="etym greek">οἰδέω</span>)<span class="foreign greek">· ὁ μεγάλα ἰσχία ἔχων</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 1022 </span>.</div><br><br>'}