Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἱστουρψικός
ἱστουρψός
ἱστοφόρος
ἵστραξ
Ἴστρος
ἰστρίδες
ἱστών
ἱστωνάρχης
ἱστωναρχία
ἴστωρ
ἰσφαίνειν
ἴσφνιον
ἴσφωρες
ἰσχάδιον
ἰσχαδοκάρυον
ἰσχαδοπώλης
ἰσχαδοφάγος
ἰσχαδώνης
ἴσχαιμος
ἰσχαίνω
ἰσχαλέος
View word page
ἰσφαίνειν
ἰσφαίνειν·
μεριμνᾶν
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἰσφαίνειν
Headword (normalized):
ἰσφαίνειν
Headword (normalized/stripped):
ισφαινειν
IDX:
51281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51282
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰσφαίνειν·</span> <span class="foreign greek">μεριμνᾶν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}