Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱστορικός
ἱστοριογραφέω
ἱστοριογραφία
ἱστοριογραφικός
ἱστοριόγραφος
ἱστόριον
ἱστόρισμα
ἱστοριώδης
ἱστός
ἱστότονος
ἱστοτριβής
ἱστουρψεῖον
ἱστουρψέω
ἱστουρψία
ἱστουρψικός
ἱστουρψός
ἱστοφόρος
ἵστραξ
Ἴστρος
ἰστρίδες
ἱστών
View word page
ἱστοτριβής
ἱστο-τρῐβής,
A). v. ἰσοτριβής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἱστοτριβής
Headword (normalized):
ἱστοτριβής
Headword (normalized/stripped):
ιστοτριβης
IDX:
51267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51268
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱστο-τρῐβής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἰσοτριβής</span> .</div> </div><br><br>'}