Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱστόρημα
ἱστορητέον
ἱστορία
ἱστοριαγράφος
ἱστορικός
ἱστοριογραφέω
ἱστοριογραφία
ἱστοριογραφικός
ἱστοριόγραφος
ἱστόριον
ἱστόρισμα
ἱστοριώδης
ἱστός
ἱστότονος
ἱστοτριβής
ἱστουρψεῖον
ἱστουρψέω
ἱστουρψία
ἱστουρψικός
ἱστουρψός
ἱστοφόρος
View word page
ἱστόρισμα
ἱστόρ-ισμα, ατος, τό,
A). clinical history, Gal. 17(1).648 (pl.).


ShortDef

clinical history

Debugging

Headword:
ἱστόρισμα
Headword (normalized):
ἱστόρισμα
Headword (normalized/stripped):
ιστορισμα
IDX:
51263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51264
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱστόρ-ισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clinical history</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(1).648 </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}