Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱστοδόκη
ἱστοκεραία
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοποιία
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστόρημα
ἱστορητέον
ἱστορία
ἱστοριαγράφος
ἱστορικός
ἱστοριογραφέω
ἱστοριογραφία
ἱστοριογραφικός
ἱστοριόγραφος
ἱστόριον
ἱστόρισμα
ἱστοριώδης
ἱστός
ἱστότονος
View word page
ἱστοριαγράφος
ἱστοριαγράφος,
A). v. ἱστοριογράφος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἱστοριαγράφος
Headword (normalized):
ἱστοριαγράφος
Headword (normalized/stripped):
ιστοριαγραφος
IDX:
51256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51257
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱστοριαγράφος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἱστοριογράφος</span> .</div> </div><br><br>'}