Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱστιορράφος
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοκεραία
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοποιία
ἱστοπόνος
ἱστορέω
ἱστόρημα
ἱστορητέον
ἱστορία
ἱστοριαγράφος
ἱστορικός
ἱστοριογραφέω
ἱστοριογραφία
ἱστοριογραφικός
ἱστοριόγραφος
ἱστόριον
ἱστόρισμα
ἱστοριώδης
View word page
ἱστορητέον
ἱστορ-ητέον,
A). one must relate, λόγον Plu. 2.882b .


ShortDef

one must relate

Debugging

Headword:
ἱστορητέον
Headword (normalized):
ἱστορητέον
Headword (normalized/stripped):
ιστορητεον
IDX:
51254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51255
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱστορ-ητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must relate</span>, <span class="quote greek">λόγον</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.882b </span> .</div> </div><br><br>'}