Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱστάρχης
ἱστάω
ἱστεῖον
ἰστέον
ἱστεών
ἵστημι
ἱστία
ἱστιοδρομέω
ἱστιόκωπος
ἱστίον
ἱστιοπετής
ἱστιοποιέομαι
ἱστιορράφος
ἱστοβοεύς
ἱστοδόκη
ἱστοκεραία
ἱστοπέδη
ἱστόποδες
ἱστοποιία
ἱστοπόνος
ἱστορέω
View word page
ἱστιοπετής
ἱστιο-πετής,
A). velivolus, Gloss.


ShortDef

velivolus

Debugging

Headword:
ἱστιοπετής
Headword (normalized):
ἱστιοπετής
Headword (normalized/stripped):
ιστιοπετης
IDX:
51242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51243
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱστιο-πετής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">velivolus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}