ἱστία
ἱστία, ἰστία, ἱστίη, Ἱστίη, Ἱστιαία,
A). v. ἑστία . Ἱστιαϊκός, ή, όν, Histiaean, of currency, BCH 2.579 , 6.51 , 35.260 (Delos). ἱστίασις, εως, ἡ,= ἑστίασις, POxy. 471.53 (ii A.D.). ἱστιατορία, ἡ,= ἑστ., feast, (ii A.D.). 584 ἱστιάτωρ, v. ἑστιάτωρ . ἱστιητόριον, and ἰσο-ᾱτόριον, v. ἑστιατόριον .