ἰσοχειλής
ἰσο-χειλής, ές,
A). level with the brim, κριθαὶ ἰσοχειλεῖς grains of malt floating level with the brims of the vessels, i.e. on the surface of the liquor, An. 4.5.26 ; ζωρὸν κεράσας ἰσοχειλέα AP 6.105 ( ); ἰ. τὴν κάτω σιαγόνα ποιήσας [ὁ βάτραχος] level with the surface of the water, HA 536a16 : c. dat., Εὐφράτης ἰ. τῇ γῇ An. 7.7.5 ; equally full, . 31.2