Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰσόκτιτος
ἰσόκτυπος
ἰσόκυκλος
ἰσοκωλία
ἰσόκωλος
ἰσολαχής
ἰσόλεκτοι
ἰσολεχής
ἰσολογέω
ἰσολογία
ἰσολόγχητος
ἰσολύμπιος
ἰσόλυρος
ἰσομάτωρ
ἰσόμαχος
ἰσομεγέθης
ἰσομέρεια
ἰσομερής
ἰσομέτρητος
ἰσομετρία
ἰσόμετρος
View word page
ἰσολόγχητος
ἰσο-λόγχητος, ον,= ὁ τὰ ἴσα λαχών (cf. λόγχη), dub. in IG 9(1).309 (Thronium).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰσολόγχητος
Headword (normalized):
ἰσολόγχητος
Headword (normalized/stripped):
ισολογχητος
IDX:
51073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51074
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰσο-λόγχητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">ὁ τὰ ἴσα λαχών</span> (cf. <span class="foreign greek">λόγχη</span>), dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(1).309 </span> (Thronium).</div><br><br>'}