Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμέθεκτος
ἀμέθελκτος
ἀμεθεξία
ἀμεθίστατος
ἀμεθόδευτος
ἀμέθοδος
ἀμέθυσον
ἀμεθύστινος
ἀμέθυστος
ἁμεῖ
ἀμείβοντες
ἀμείβω1
ἀμειβώ2
ἀμειδής
ἀμείδητος
ἀμειδίατος
ἀμειλέοις
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
ἀμείνασις
ἀμείνων
View word page
ἀμείβοντες
ἀμείβοντες, οἱ, v. sq. A. 11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμείβοντες
Headword (normalized):
ἀμείβοντες
Headword (normalized/stripped):
αμειβοντες
IDX:
5102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5103
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμείβοντες</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, v. sq. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> 11 </span>.</div><br><br>'}