Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰσόγαιος
ἴσογκος
ἰσογλώχιν
ἰσογονία
ἰσόγραφος
ἰσογραφή
ἰσόγραφον
ἰσογώνιος
ἰσοδαίμων
ἰσοδαίτης
ἰσοδαμιοργός
ισο
ἰσόδενδρος
ἰσοδέξιος
ἰσοδίαιτος
ἰσοδιάστατος
ἰσόδομος
ἰσόδοξος
ἰσόδουλος
ἰσοδρομέω
ἰσόδρομος
View word page
ἰσοδαμιοργός
ἰσο-δᾱμιοργός, ,(v


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰσοδαμιοργός
Headword (normalized):
ἰσοδαμιοργός
Headword (normalized/stripped):
ισοδαμιοργος
IDX:
51009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51010
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰσο-δᾱμιοργός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,(<span class="itype greek">v</span> </div><br><br>'}