ἀμέγαρτος
ἀμέγαρτος, ον, poet. Adj.,(ἀ- priv., μεγαίρω)
A). unenviable:
1). mostly of things or conditions, sad, melancholy, πόνος ; 2.420 ἀνέμων .. ἀϋτμή ; 11.400 μάχη Th. 666 ; ἀμέγαρτα κακῶν Hec. 192 ; πάθος Th. 1049 (lyr.), cf. Pr. 403 .
3). of persons, unhappy, miserable, ἀμέγαρτε συβῶτα wretched swineherd! ; 17.219 ἀμεγάρτων φῦλ’ ἀνθρώπων h.Merc. 542 ; ἀ. ποίμνα Supp. 642 (lyr.).