Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀμβροσία
ἀμβροσίοδμος
ἀμβρόσιος
ἀμβροσιώδης
ἀμβρότιγνον
ἀμβροτόπωλος
ἄμβροτος
ἄμβρυττοι
ἄμβυξ
ἄμβων
ἀμβώσας
ἁμέ
ἀμέγαρτος
ἀμεγέθης
ἀμέθεκτος
ἀμέθελκτος
ἀμεθεξία
ἀμεθίστατος
ἀμεθόδευτος
ἀμέθοδος
ἀμέθυσον
View word page
ἀμβώσας
ἀμβώσας
, Ion. for
ἀναβοήσας,
v. sub
ἀναβοάω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμβώσας
Headword (normalized):
ἀμβώσας
Headword (normalized/stripped):
αμβωσας
IDX:
5088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5089
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμβώσας</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἀναβοήσας,</span> v. sub <span class="foreign greek">ἀναβοάω.</span> </div><br><br>'}