Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἵππος
ἱπποσείρης
ἱπποσέλινον
ἱπποσκελής
ἱπποσκόπος
ἱπποσόας
ἱπποστάσιον
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
ἱππόσυνος
ἱππότᾰ
ἱπποτακτικά
ἱππόταυρος
ἱπποτέκτων
ἱππότης
ἱππότης
ἱππότιγρις
ἱππότιλος
ἱππότις
ἱπποτόκος
ἱπποτοξεία
View word page
ἱππότᾰ
ἱππότᾰ
,
ὁ
, Ep. form of
ἱππότης
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἱππότᾰ
Headword (normalized):
ἱππότᾰ
Headword (normalized/stripped):
ιπποτα
IDX:
50830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50831
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱππότᾰ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Ep. form of <span class="foreign greek">ἱππότης</span>.</div><br><br>'}