Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱππομανής
ἱππομανία
ἱππομάραθον
ἱππομαχέω
ἱππομαχία
ἱππομαχικός
ἱππόμαχος
Ἱππομέδων
Ἱππόμητις
Ἱππομιγής
Ἱππομολγία
Ἱππόμορφος
Ἱππομύρμηξ
Ἱππόνικος
Ἱππονομεύς
Ἱππονόμος
Ἱππονώμας
ἱππόομαι
ἱπποπάρῃος
ἱπποπέδη
ἱπποπῆραι
View word page
Ἱππομολγία
Ἱππο-μολγία, Ἱππο-μολγός, ff.ll. for ἱππη-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἱππομολγία
Headword (normalized):
ἱππομολγία
Headword (normalized/stripped):
ιππομολγια
IDX:
50803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50804
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἱππο-μολγία</span>, <span class="orth greek">Ἱππο-μολγός</span>, ff.ll. for <span class="foreign greek">ἱππη-</span>.</div><br><br>'}